- χωροδεσπότης
- ο феодал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωροδεσπότης — ο ο κυρίαρχος χώρας ή περιοχής, ο φεουδάρχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωροδεσποτεία — η, Ν [χωροδεσπότης] 1. η ιδιότητα και το αξίωμα τού χωροδεσπότη 2. μορφή διακυβέρνησης τών μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων δημοκρατιών. χωροδεσπότης, ο, Ν 1. κύριος φέουδου ή τιμαρίου, φεουδάρχης, τιμαριώτης 2. (κατ επέκτ.) ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Μοντένα — (Modena). Πόλη (176.965 κάτ. το 2001) της Β. Ιταλίας στον νομό Εμίλια – Ρομάνα, ανάμεσα στους παραπόταμους του Πάδου Σέκια και Πανάρο, και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο αρχικός πυρήνας της δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, πιθανόν γύρω… … Dictionary of Greek
χωροδεσποτικός — ή, ό, Ν [χωροδεσπότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροδεσπότη και στην χωροδεσποτεία … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek
φεουδάρχης — ο ο άρχοντας ή κάτοχος φέουδου (τιμαρίου), τιμαριώτης, τιμαριούχος, χωροδεσπότης: Οι κομήτες ήταν φεουδάρχες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)